μαροκέν

μαροκέν
το
μαροκινό (βλ. μαροκινός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maroquin «μαροκινός» < Marocco].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαροκέν — το άκλ. (λ. γαλλ.), είδος μαλακού υφάσματος που μοιάζει με μαροκινό δέρμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”